- Αλανοί
- Περσικό νομαδικό έθνος (Οσοί στα γεωργιανά, Γιασοί στα ρωσικά) σαρματικής καταγωγής, που εγκαταστάθηκε τα τελευταία προχριστιανικά χρόνια στις περιοχές ανατολικά της Κασπίας και βόρεια του Καυκάσου. Από τα ορμητήρια αυτά έκαναν επανειλημμένα επιδρομές στις περιοχές της Κριμαίας, της Αρμενίας, της Μηδίας, της Καππαδοκίας και της Μικράς Ασίας. Οι Α. ως νομάδες ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και ήταν άριστοι ιππείς και τοξότες. Σύμφωνα με τον ιστορικό του 4ου αι. μ.Χ. Αμμιανό Μαρκελλίνο, ήταν ωραίοι, υπόξανθοι, με έντονο αίσθημα ανεξαρτησίας, θεωρούσαν ευτυχία τον θάνατο στη μάχη, δεν είχαν ναούς, ούτε θεούς, εκτός μια τελετουργία γύρω από ένα γυμνό ξίφος χωμένο στο χώμα. Τους Α. καταδίωξε το 67 π.Χ. ο Πομπήιος. Αργότερα, το 372 μ.Χ. υποτάχτηκαν στους Ούννους, ενώ μεγάλο μέρος τους ακολούθησε τους κατακτητές στη μεγάλη μετανάστευση των λαών προς τη δυτική και νοτιοδυτική Ευρώπη. Έτσι, ένα μέρος των Α. εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, νότια του Λίγηρα (406), ένα άλλο στη Λουζιτανία (418), ενώ ένα τρίτο πέρασε μαζί με τους Βανδάλους στην Αφρική. Το μεγαλύτερο, όμως, τμήμα τους παρέμεινε στην αρχική τους κοιτίδα, που στους βυζαντινούς χρόνους ονομαζόταν Αλανία, και περίπου τον 10ο αι. διαμορφώνεται σε ένα προφεουδαρχικό κράτος που παίζει έναν ενδιάμεσο ρόλο στις σχέσεις του Βυζαντίου με τους Χαζάρους. Τον 10ο αι. διαδόθηκε στους Α. ο χριστιανισμός, χωρίς όμως να μπορέσει να αποκτήσει ρίζες. Τον χριστιανισμό διέδωσε στους Α. πρώτος ο μοναχός Ευθύμιος, επί πατριαρχίας Νικολάου Μυστικού (901-907, 912-925), ενώ λίγο αργότερα τον ακολούθησε ο αρχιεπίσκοπος Πέτρος, ως πρώτος ιεράρχης Αλανίας. Τον 13ο αι. οι Α. υποτάχτηκαν στους Μογγόλους, οι οποίοι και κατέλαβαν την περιοχή τους. Ένα μέρος τους όμως διέφυγε στον κεντρικό Καύκασο και την Υπερκαυκασία όπου συγχωνεύτηκε με τον τοπικό πληθυσμό, άμεσοι απόγονοι του οποίου είναι οι κάτοικοι της σημερινής νότιας Οσετίας. Από τον 14ο αι. οι Α. άρχισαν να προσηλυτίζονται σταδιακά στον ισλαμισμό. Οι Α. ανέπτυξαν αξιόλογο πολιτισμό, του οποίου σπουδαιότερη καλλιτεχνική έκφραση υπήρξε η διακοσμητική και η κοσμηματοποιία (κατεργασία χαλκού, αργυρού, χρυσού, ημιπολύτιμων λίθων), που γνώρισε μεγάλη άνθηση ιδίως κατά τους 10-12ο. αι.
Dictionary of Greek. 2013.